- αλληλοσπαράζομαι
- 1. πληγώνω κάποιον θανάσιμα και ταυτόχρονα πληγώνομαι από αυτόν, αλληλοσκοτώνομαι2. μτφ. (για πολιτικούς ή άλλους αγώνες) βρίσκομαι σε άγρια διαμάχη, διεξάγω έντονο αγώνα, συγκρούομαι με οξύτητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο-* + σπαράζω (-ομαι.ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοσπαραγμός].
Dictionary of Greek. 2013.